fúfio - ορισμός. Τι είναι το fúfio
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι fúfio - ορισμός

Gaius Fufius Geminus; Caio Fúfio Gêmino

fúfia      
sf
1 Hum Mulher ridícula e pretensiosa.
2 Hum Empáfia.
3 Reg (Rio Grande do Sul) Baile, festança
s m+f Pessoa sem mérito, mas engrandecida pelo acaso.
Fúfia      
f. Chul.
Mulher pretensiosa e ridícula.
m. e f.
Pessôa sem mérito, mas engrandecida pelo acaso.
Empáfia.
fúfia      
s.f. (-1881 cf. CA 1 )
1 mulher pretensiosa, presunçosa
2 atitude, comportamento de quem mostra excessiva confiança em si mesmo, de quem se tem em alta conta, ger. desprezando os outros; presunção, empáfia
3 -mús RS baile popular v s.2g.
4 pessoa sem méritos mas fortuitamente engrandecida
-etim orig.obsc.; tido como prov. onom.; f.hist. 1881 fufia

Βικιπαίδεια

Caio Fúfio Gêmino (cônsul em 2 a.C.)

Caio Fúfio Gêmino (em latim: Gaius Fufius Geminus) foi um senador romano nomeado cônsul sufecto por volta de setembro de 2 a.C. no lugar do imperador Augusto. Gêmino era filho ou sobrinho de um Fúfio Gêmino que foi governador da Panônia em 35 a.C..